- αφθόνητος
- η , ο [ος , ον ] незавидный, не возбуждающий зависти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφθόνητος — unenvied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφθόνητος — η, ο (AM ἀφθόνητος, ον) αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων αρχ. αυτός που δεν φθονεί, ο μη φθονερός … Dictionary of Greek
αφθόνητος — η, ο αυτός που δεν τον φθονούν, που είναι ανάξιος για να τον φθονήσουν: Τέτοια πλούτη είναι αφθόνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθονήτως — ἀφθόνητος unenvied adverbial ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητον — ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc sg ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθονήτου — ἀφθόνητος unenvied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητα — ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητε — ἀφθόνητος unenvied masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνητοι — ἀφθόνητος unenvied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)